- καλεσιά
- η [καλώ]1. κάλεσμα2. (περιληπτ.) το σύνολο τών προσκεκλημένων, οι καλεσμένοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άνω Καλέσια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 300 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαζίου … Dictionary of Greek
Κάτω Καλέσια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 596 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαζίου … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
galeş — GÁLEŞ, Ă, galeşi, e, adj. (Despre ochi sau privire; p. ext. despre oameni; adesea adverbial). 1. Drăgăstos, duios. 2. Melancolic, trist. [var.: (reg.) gáliş, ă adj.]. – Din bg. kaleš. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 GÁLEŞ adj … Dicționar Român